- στεκάρω
- Ν [στέκα](για υποδηματοποιό) γυαλίζω με στέκα τη σόλα παπουτσιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεκάρω — (λ. ιταλ.), γυαλίζω τη σόλα με τη στέκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεκάρισμα — το, Ν [στεκάρω] το γυάλισμα τής σόλας τού παπουτσιού με στέκα … Dictionary of Greek